Definify.com
Definition 2024
ἀναγκαιότης
ἀναγκαιότης
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /anaŋkeótis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /anaŋkeótis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /anãɡeótis/
Noun
ἀναγκαιότης • (anankaiótēs) f (genitive ἀναγκαιότητος); third declension
- blood-relationship, compare Latin necessitūdō
- Polybius, Histories 18.34.10
-
- a necessity
- Sextus Empiricus, Outlines of Pyrrhonism 2.205
-
Inflection
Third declension of ἀναγκαιότης, ἀναγκαιότητος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ἀναγκαιότης | ἀναγκαιότητε | ἀναγκαιότητες |
Genitive | ἀναγκαιότητος | ἀναγκαιοτήτοιν | ἀναγκαιοτήτων |
Dative | ἀναγκαιότητῐ | ἀναγκαιοτήτοιν | ἀναγκαιότησῐ(ν) |
Accusative | ἀναγκαιότητᾰ | ἀναγκαιότητε | ἀναγκαιότητᾰς |
Vocative | ἀναγκαιότη | ἀναγκαιότητε | ἀναγκαιότητες |
References
- ἀναγκαιότης in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ἀναγκαιότης» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «ἀναγκαιότης» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)