Definify.com
Definition 2024
ἀπροσδοκήτους
ἀπροσδοκήτους
See also: απροσδόκητους
Ancient Greek
Adjective
ἀπροσδοκήτους • (aprosdokḗtous)
- masculine feminine accusative plural of ἀπροσδόκητος (aprosdókētos)
ἀπροσδοκήτους • (aprosdokḗtous)