Definify.com
Definition 2024
ἀρκτικός
ἀρκτικός
See also: αρκτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /arktikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /arktikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /aɾktikós/
Adjective
ἀρκτικός • (arktikós) m (feminine ἀρκτική, neuter ἀρκτικόν); first/second declension
- having to do with the Great Bear (Ursa Major)
- northern lands (lands near Ursa Major)
Inflection
First and second declension of ἀρκτικός, ἀρκτικᾱ́, ἀρκτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ἀρκτικός | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικοί | ἀρκτικαί | ἀρκτικᾰ́ | |||
Genitive | ἀρκτικοῦ | ἀρκτικᾶς | ἀρκτικοῦ | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικαῖν | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικῶν | ἀρκτικῶν | ἀρκτικῶν | |||
Dative | ἀρκτικῷ | ἀρκτικᾷ | ἀρκτικῷ | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικαῖν | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικοῖς | ἀρκτικαῖς | ἀρκτικοῖς | |||
Accusative | ἀρκτικόν | ἀρκτικᾱ́ν | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικούς | ἀρκτικᾱ́ς | ἀρκτικᾰ́ | |||
Vocative | ἀρκτικέ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικοί | ἀρκτικαί | ἀρκτικᾰ́ | |||
Descendants
Etymology 2
From ἄρχομαι
Adjective
ἀρκτικός • (arktikós) m (feminine ἀρκτική, neuter ἀρκτικόν); first/second declension
- beginning
- the origin of
Inflection
First and second declension of ἀρκτικός, ἀρκτικᾱ́, ἀρκτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ἀρκτικός | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικοί | ἀρκτικαί | ἀρκτικᾰ́ | |||
Genitive | ἀρκτικοῦ | ἀρκτικᾶς | ἀρκτικοῦ | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικαῖν | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικῶν | ἀρκτικῶν | ἀρκτικῶν | |||
Dative | ἀρκτικῷ | ἀρκτικᾷ | ἀρκτικῷ | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικαῖν | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικοῖς | ἀρκτικαῖς | ἀρκτικοῖς | |||
Accusative | ἀρκτικόν | ἀρκτικᾱ́ν | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικούς | ἀρκτικᾱ́ς | ἀρκτικᾰ́ | |||
Vocative | ἀρκτικέ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικοί | ἀρκτικαί | ἀρκτικᾰ́ | |||
Etymology 3
From ἄρχω
Adjective
ἀρκτικός • (arktikós) m (feminine ἀρκτική, neuter ἀρκτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of ἀρκτικός, ἀρκτικᾱ́, ἀρκτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ἀρκτικός | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικοί | ἀρκτικαί | ἀρκτικᾰ́ | |||
Genitive | ἀρκτικοῦ | ἀρκτικᾶς | ἀρκτικοῦ | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικαῖν | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικῶν | ἀρκτικῶν | ἀρκτικῶν | |||
Dative | ἀρκτικῷ | ἀρκτικᾷ | ἀρκτικῷ | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικαῖν | ἀρκτικοῖν | ἀρκτικοῖς | ἀρκτικαῖς | ἀρκτικοῖς | |||
Accusative | ἀρκτικόν | ἀρκτικᾱ́ν | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικούς | ἀρκτικᾱ́ς | ἀρκτικᾰ́ | |||
Vocative | ἀρκτικέ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικόν | ἀρκτικώ | ἀρκτικᾱ́ | ἀρκτικώ | ἀρκτικοί | ἀρκτικαί | ἀρκτικᾰ́ | |||
References
- ἀρκτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ἀρκτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «ἀρκτικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)