Definify.com
Definition 2024
ἐμπρακτικός
ἐμπρακτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /empraktikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /empraktikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /empɾaktikós/
Adjective
ἐμπρακτικός • (empraktikós) m (feminine ἐμπρακτική, neuter ἐμπρακτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of ἐμπρακτικός, ἐμπρακτική, ἐμπρακτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ἐμπρακτικός | ἐμπρακτική | ἐμπρακτικόν | ἐμπρακτικώ | ἐμπρακτικᾱ́ | ἐμπρακτικώ | ἐμπρακτικοί | ἐμπρακτικαί | ἐμπρακτικᾰ́ | |||
Genitive | ἐμπρακτικοῦ | ἐμπρακτικῆς | ἐμπρακτικοῦ | ἐμπρακτικοῖν | ἐμπρακτικαῖν | ἐμπρακτικοῖν | ἐμπρακτικῶν | ἐμπρακτικῶν | ἐμπρακτικῶν | |||
Dative | ἐμπρακτικῷ | ἐμπρακτικῇ | ἐμπρακτικῷ | ἐμπρακτικοῖν | ἐμπρακτικαῖν | ἐμπρακτικοῖν | ἐμπρακτικοῖς | ἐμπρακτικαῖς | ἐμπρακτικοῖς | |||
Accusative | ἐμπρακτικόν | ἐμπρακτικήν | ἐμπρακτικόν | ἐμπρακτικώ | ἐμπρακτικᾱ́ | ἐμπρακτικώ | ἐμπρακτικούς | ἐμπρακτικᾱ́ς | ἐμπρακτικᾰ́ | |||
Vocative | ἐμπρακτικέ | ἐμπρακτική | ἐμπρακτικόν | ἐμπρακτικώ | ἐμπρακτικᾱ́ | ἐμπρακτικώ | ἐμπρακτικοί | ἐμπρακτικαί | ἐμπρακτικᾰ́ | |||
References
- ἐμπρακτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ἐμπρακτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «ἐμπρακτικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)