Definify.com
Definition 2024
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσυγκρασία
See also: ιδιοσυγκρασία
Ancient Greek
Alternative forms
- ἰδιοσυγκρισία (idiosunkrisía)
- (4th AD Koine) IPA(key): /iðiosyŋkrasía/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /iðiosyŋkrasía/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /iðiosĩɡɾasía/
Noun
ἰδιοσυγκρασίᾱ • (idiosunkrasíā) f (genitive ἰδιοσυγκρασίας); first declension
Inflection
First declension of ἰδιοσυγκρασίᾱ, ἰδιοσυγκρασίᾱς
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ἰδιοσυγκρασίᾱ | ἰδιοσυγκρασίᾱ | ἰδιοσυγκρασίαι |
Genitive | ἰδιοσυγκρασίᾱς | ἰδιοσυγκρασίαιν | ἰδιοσυγκρασιῶν |
Dative | ἰδιοσυγκρασίᾳ | ἰδιοσυγκρασίαιν | ἰδιοσυγκρασίαις |
Accusative | ἰδιοσυγκρασίᾱν | ἰδιοσυγκρασίᾱ | ἰδιοσυγκρασίᾱς |
Vocative | ἰδιοσυγκρασίᾱ | ἰδιοσυγκρασίᾱ | ἰδιοσυγκρασίαι |
References
- ἰδιοσυγκρασία in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ἰδιοσυγκρασία» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette