Definify.com

Definition 2024


ἱδρόω

ἱδρόω

Ancient Greek

Alternative forms

  • ἱδρώσσω (hidrṓssō)
  • ἱδρώττω (hidrṓttō) Attic

Verb

ἱδρόω (hidróō)

  1. I sweat, perspire

Inflection

Derived terms

  • ἀνιδρόω (anidróō)
  • ἀφιδρόω (aphidróō)
  • διϊδρόω (diïdróō)
  • ἐνιδρόω (enidróō)
  • ἐξιδρόω (exidróō)
  • ἐφιδρόω (ephidróō)
  • περιϊδρόω (periïdróō)
  • προϊδρόω (proïdróō)
  • συνιδρόω (sunidróō)
  • ὑφιδρόω (huphidróō)

Related terms

  • ἀνίδρωτος (anídrōtos)
  • ἱδροσύνη (hidrosúnē)
  • ἵδρωσις (hídrōsis)
  • ἱδρωτήριον (hidrōtḗrion)
  • ἱδρωτικός (hidrōtikós)

References