Definify.com
Definition 2024
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθετικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /onomatoθetikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /onomatoθetikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /onomatoθetikós/
Adjective
ὀνοματοθετικός • (onomatothetikós) m (feminine ὀνοματοθετική, neuter ὀνοματοθετικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of ὀνοματοθετικός, ὀνοματοθετική, ὀνοματοθετικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ὀνοματοθετικός | ὀνοματοθετική | ὀνοματοθετικόν | ὀνοματοθετικώ | ὀνοματοθετικᾱ́ | ὀνοματοθετικώ | ὀνοματοθετικοί | ὀνοματοθετικαί | ὀνοματοθετικᾰ́ | |||
Genitive | ὀνοματοθετικοῦ | ὀνοματοθετικῆς | ὀνοματοθετικοῦ | ὀνοματοθετικοῖν | ὀνοματοθετικαῖν | ὀνοματοθετικοῖν | ὀνοματοθετικῶν | ὀνοματοθετικῶν | ὀνοματοθετικῶν | |||
Dative | ὀνοματοθετικῷ | ὀνοματοθετικῇ | ὀνοματοθετικῷ | ὀνοματοθετικοῖν | ὀνοματοθετικαῖν | ὀνοματοθετικοῖν | ὀνοματοθετικοῖς | ὀνοματοθετικαῖς | ὀνοματοθετικοῖς | |||
Accusative | ὀνοματοθετικόν | ὀνοματοθετικήν | ὀνοματοθετικόν | ὀνοματοθετικώ | ὀνοματοθετικᾱ́ | ὀνοματοθετικώ | ὀνοματοθετικούς | ὀνοματοθετικᾱ́ς | ὀνοματοθετικᾰ́ | |||
Vocative | ὀνοματοθετικέ | ὀνοματοθετική | ὀνοματοθετικόν | ὀνοματοθετικώ | ὀνοματοθετικᾱ́ | ὀνοματοθετικώ | ὀνοματοθετικοί | ὀνοματοθετικαί | ὀνοματοθετικᾰ́ | |||
References
- ὀνοματοθετικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ὀνοματοθετικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette