Definify.com
Definition 2024
ὁλοσηρικός
ὁλοσηρικός
Ancient Greek
Alternative forms
- ὁλοσειρῐκός (holoseirikós)
Adjective
ὁλοσηρῐκός • (holosērikós) m (feminine ὁλοσηρῐκή, neuter ὁλοσηρῐκόν); first/second declension
- of silk
Declension
First and second declension of ὁλοσηρῐκός, ὁλοσηρῐκή, ὁλοσηρῐκόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ὁλοσηρῐκός | ὁλοσηρῐκή | ὁλοσηρῐκόν | ὁλοσηρῐκώ | ὁλοσηρῐκᾱ́ | ὁλοσηρῐκώ | ὁλοσηρῐκοί | ὁλοσηρῐκαί | ὁλοσηρῐκᾰ́ | |||
Genitive | ὁλοσηρῐκοῦ | ὁλοσηρῐκῆς | ὁλοσηρῐκοῦ | ὁλοσηρῐκοῖν | ὁλοσηρῐκαῖν | ὁλοσηρῐκοῖν | ὁλοσηρῐκῶν | ὁλοσηρῐκῶν | ὁλοσηρῐκῶν | |||
Dative | ὁλοσηρῐκῷ | ὁλοσηρῐκῇ | ὁλοσηρῐκῷ | ὁλοσηρῐκοῖν | ὁλοσηρῐκαῖν | ὁλοσηρῐκοῖν | ὁλοσηρῐκοῖς | ὁλοσηρῐκαῖς | ὁλοσηρῐκοῖς | |||
Accusative | ὁλοσηρῐκόν | ὁλοσηρῐκήν | ὁλοσηρῐκόν | ὁλοσηρῐκώ | ὁλοσηρῐκᾱ́ | ὁλοσηρῐκώ | ὁλοσηρῐκούς | ὁλοσηρῐκᾱ́ς | ὁλοσηρῐκᾰ́ | |||
Vocative | ὁλοσηρῐκέ | ὁλοσηρῐκή | ὁλοσηρῐκόν | ὁλοσηρῐκώ | ὁλοσηρῐκᾱ́ | ὁλοσηρῐκώ | ὁλοσηρῐκοί | ὁλοσηρῐκαί | ὁλοσηρῐκᾰ́ | |||
Derived terms
Terms derived from ὁλοσηρικός
|
|
|
Descendants
- Latin: holosēricus
References
- ὁλοσηρικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ὁλοσηρικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette