Definify.com
Definition 2024
ὑπερθετικός
ὑπερθετικός
See also: υπερθετικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /yperθetikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /yperθetikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ipeɾθetikós/
Adjective
ὑπερθετικός • (huperthetikós) m (feminine ὑπερθετική, neuter ὑπερθετικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of ὑπερθετικός, ὑπερθετική, ὑπερθετικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ὑπερθετικός | ὑπερθετική | ὑπερθετικόν | ὑπερθετικώ | ὑπερθετικᾱ́ | ὑπερθετικώ | ὑπερθετικοί | ὑπερθετικαί | ὑπερθετικᾰ́ | |||
Genitive | ὑπερθετικοῦ | ὑπερθετικῆς | ὑπερθετικοῦ | ὑπερθετικοῖν | ὑπερθετικαῖν | ὑπερθετικοῖν | ὑπερθετικῶν | ὑπερθετικῶν | ὑπερθετικῶν | |||
Dative | ὑπερθετικῷ | ὑπερθετικῇ | ὑπερθετικῷ | ὑπερθετικοῖν | ὑπερθετικαῖν | ὑπερθετικοῖν | ὑπερθετικοῖς | ὑπερθετικαῖς | ὑπερθετικοῖς | |||
Accusative | ὑπερθετικόν | ὑπερθετικήν | ὑπερθετικόν | ὑπερθετικώ | ὑπερθετικᾱ́ | ὑπερθετικώ | ὑπερθετικούς | ὑπερθετικᾱ́ς | ὑπερθετικᾰ́ | |||
Vocative | ὑπερθετικέ | ὑπερθετική | ὑπερθετικόν | ὑπερθετικώ | ὑπερθετικᾱ́ | ὑπερθετικώ | ὑπερθετικοί | ὑπερθετικαί | ὑπερθετικᾰ́ | |||
References
- ὑπερθετικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ὑπερθετικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette