Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
-οπούλου
-οπούλου
Greek
Suffix
-οπούλου
•
(
-opoúlou
)
female form of male surnames ending in
-όπουλος
(
-ópoulos
)
:
Παύλος
("Paul")
Παυλόπουλος
Παυλοπούλου
παπάς
("priest")
Παπαδόπουλος
Παπαδοπούλου
Γιάννης
("John")
Γιαννόπουλος
Γιαννοπούλου
Πέτρος
("Peter")
Πετρόπουλος
Πετροπούλου
Etymology
Genitive case of suffix
-όπουλος
(
-ópoulos
)
Pronunciation
IPA
(key)
:
/oˈpulu/
Similar Results