Definify.com

Definition 2024


-οπούλου

-οπούλου

Greek

Suffix

-οπούλου (-opoúlou)

  1. female form of male surnames ending in -όπουλος (-ópoulos):
    Παύλος ("Paul")     Παυλόπουλος     Παυλοπούλου
    παπάς ("priest")     Παπαδόπουλος     Παπαδοπούλου
    Γιάννης ("John")     Γιαννόπουλος     Γιαννοπούλου
    Πέτρος ("Peter")     Πετρόπουλος     Πετροπούλου