Definify.com
Definition 2024
Διόσκουρος
Διόσκουρος
Ancient Greek
Alternative forms
- Διόσκορος (Dióskoros)
- (4th AD Koine) IPA(key): /ðióskuros/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /ðióskuros/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ðióskuɾos/
Proper noun
Διόσκουρος • (Dióskouros) m (genitive Διοσκούρου); second declension
Inflection
Second declension of Διόσκουρος, Διοσκούρου
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ὁ Διόσκουρος | τὼ Διοσκούρω | οἱ Διόσκουροι |
Genitive | τοῦ Διοσκούρου | τοῖν Διοσκούροιν | τῶν Διοσκούρων |
Dative | τῷ Διοσκούρῳ | τοῖν Διοσκούροιν | τοῖς Διοσκούροις |
Accusative | τὸν Διόσκουρον | τὼ Διοσκούρω | τοὺς Διοσκούρους |
Vocative | Διόσκουρε | Διοσκούρω | Διόσκουροι |
Descendants
- Greek: Διόσκουρος (Dióskouros)
- plural: Διόσκουροι (Dióskouroi)
- Latin: Dioscurus (plural Dioscuri)