Definify.com
Definition 2024
Καινοζωικός
Καινοζωικός
See also: καινοζωικός
Greek
Noun
Καινοζωικός • (Kainozoikós) m (uncountable)
Declension
Declension of Καινοζωικός (Kainozoikós)
singular | |
---|---|
nominative | Καινοζωικός |
genitive | Καινοζωικού |
accusative | Καινοζωικό |
vocative | Καινοζωικέ |
Related terms
- καινοζωικός (kainozoikós, “Cenozoic”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
καινοζωικός
καινοζωικός
See also: Καινοζωικός
Greek
Adjective
καινοζωικός • (kainozoikós) m (feminine καινοζωική, neuter καινοζωικό)
Declension
positive forms of καινοζωικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καινοζωικός | καινοζωική | καινοζωικό | καινοζωικοί | καινοζωικές | καινοζωικά |
genitive | καινοζωικού | καινοζωικής | καινοζωικού | καινοζωικών | καινοζωικών | καινοζωικών |
accusative | καινοζωικό | καινοζωική | καινοζωικό | καινοζωικούς | καινοζωικές | καινοζωικά |
vocative | καινοζωικέ | καινοζωική | καινοζωικό | καινοζωικοί | καινοζωικές | καινοζωικά |
Related terms
- Καινοζωικός m (Kainozoikós, “(the) Cenozoic”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Φανεροζωικός μεγααιώνας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el