Definify.com
Definition 2025
άγραφτος
άγραφτος
Greek
Adjective
άγραφτος • (ágraftos) m (feminine άγραφτη, neuter άγραφτο)
- Alternative form of άγραφος (ágrafos)
Declension
positive forms of άγραφτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγραφτος | άγραφτη | άγραφτο | άγραφτοι | άγραφτες | άγραφτα |
genitive | άγραφτου | άγραφτης | άγραφτου | άγραφτων | άγραφτων | άγραφτων |
accusative | άγραφτο | άγραφτη | άγραφτο | άγραφτους | άγραφτες | άγραφτα |
vocative | άγραφτε | άγραφτη | άγραφτο | άγραφτοι | άγραφτες | άγραφτα |