Definify.com
Definition 2024
άνετος
άνετος
Greek
Adjective
άνετος • (ánetos) m
- (for places): comfortable, spacious
- (for people): easy
Declension
positive forms of άνετος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άνετος | άνετη | άνετο | άνετοι | άνετες | άνετα |
genitive | άνετου | άνετης | άνετου | άνετων | άνετων | άνετων |
accusative | άνετο | άνετη | άνετο | άνετους | άνετες | άνετα |
vocative | άνετε | άνετη | άνετο | άνετοι | άνετες | άνετα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνετος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνετος, etc.) |