Definify.com
Definition 2024
άπειρος
άπειρος
See also: ἄπειρος
Greek
Adjective
άπειρος • (ápeiros) m (feminine άπειρη, neuter άπειρο)
Declension
positive forms of άπειρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπειρος | άπειρη | άπειρο | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
genitive | άπειρου | άπειρης | άπειρου | άπειρων | άπειρων | άπειρων |
accusative | άπειρο | άπειρη | άπειρο | άπειρους | άπειρες | άπειρα |
vocative | άπειρε | άπειρη | άπειρο | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπειρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπειρος, etc.) |
Etymology 2
From Ancient Greek ἀ- (a-, “without”) + πέρας (péras, “end”).
Adjective
άπειρος • (ápeiros) m (feminine άπειρη, neuter άπειρο)
Declension
positive forms of άπειρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπειρος | άπειρη | άπειρο | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
genitive | άπειρου | άπειρης | άπειρου | άπειρων | άπειρων | άπειρων |
accusative | άπειρο | άπειρη | άπειρο | άπειρους | άπειρες | άπειρα |
vocative | άπειρε | άπειρη | άπειρο | άπειροι | άπειρες | άπειρα |