Definify.com
Definition 2024
άστο
άστο
Greek
Alternative forms
- άσ' το (ás' to)
Contraction
άστο • (ásto)
- (informal) Contraction of άσε το (áse to, “leave the/leave it”).
- Άστο κάτω το βιβλίο. ― Ásto káto to vivlío. ― Put the book down.
- Άστο το σκυλί, μην το ενοχλείς. ― Ásto to skylí, min to enochleís. ― Leave the dog alone, don't bother it.
- (informal) Contraction of άντε στο (ánte sto, “go to”).
- Άστο διάολο! ― Ásto diáolo! ― Go to ****!