Definify.com

Definition 2024


στο

στο

Greek

Contraction

στο (sto)

  1. Contraction of σε το (se to, to the).
    Πήγα στο δάσος. (I went to the forest.)
    Ήμουν στο δάσος. (I was in the forest.)
    Το ξενοδοχείο στο δάσος. (The hotel at the forest.)

Related terms