Definify.com

Definition 2024


στην

στην

Greek

Contraction

στην (stin)

  1. Contraction of σε την (se tin, to the).
    Μας πήρε στην τράπεζα. (We took it to the bank.)
    Κοιμόμασταν στην Κόρινθο. (We slept in Corinth.)
    Το ξενοδοχείο στην Κόρινθο. (The hotel at Corinth.)

Related terms