Definify.com
Definition 2024
έγγαμος
έγγαμος
Greek
Adjective
έγγαμος • (éngamos) m (feminine έγγαμος or έγγαμη, neuter έγγαμο)
Declension
positive forms of έγγαμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έγγαμος | έγγαμος / έγγαμη | έγγαμο | έγγαμοι | έγγαμοι / έγγαμες | έγγαμα |
genitive | έγγαμου | έγγαμου / έγγαμης | έγγαμου | έγγαμων | έγγαμων | έγγαμων |
accusative | έγγαμο | έγγαμο / έγγαμη | έγγαμο | έγγαμους | έγγαμους / έγγαμες | έγγαμα |
vocative | έγγαμε | έγγαμε / έγγαμη | έγγαμο | έγγαμοι | έγγαμοι / έγγαμες | έγγαμα |
Synonyms
- νυμφευμένος (nymfevménos)
- παντρεμένος (pantreménos)
Antonyms
- άγαμος (ágamos, “unmarried, celibate”)