Definify.com
Definition 2025
έγγραφος
έγγραφος
Greek
Adjective
έγγραφος • (éngrafos) m (feminine έγγραφη, neuter έγγραφο)
Declension
positive forms of έγγραφος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έγγραφος | έγγραφη | έγγραφο | έγγραφοι | έγγραφες | έγγραφα |
genitive | έγγραφου | έγγραφης | έγγραφου | έγγραφων | έγγραφων | έγγραφων |
accusative | έγγραφο | έγγραφη | έγγραφο | έγγραφους | έγγραφες | έγγραφα |
vocative | έγγραφε | έγγραφη | έγγραφο | έγγραφοι | έγγραφες | έγγραφα |