Definify.com
Definition 2025
έκθεση
έκθεση
Greek
Noun
έκθεση • (ékthesi) f (plural εκθέσεις)
- exhibition (public showing), exposition
- showroom
- fair
- essay
- report
- show
Declension
declension of έκθεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έκθεση | εκθέσεις |
genitive | έκθεσης / εκθέσεως | εκθέσεων |
accusative | έκθεση | εκθέσεις |
vocative | έκθεση | εκθέσεις |
Related terms
- έκθεμα n (ékthema, “exhibit”)