Definify.com
Definition 2024
έκτρωση
έκτρωση
Greek
Noun
έκτρωση • (éktrosi) f (plural εκτρώσεις)
Declension
declension of έκτρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έκτρωση | εκτρώσεις |
genitive | έκτρωσης / εκτρώσεως | εκτρώσεων |
accusative | έκτρωση | εκτρώσεις |
vocative | έκτρωση | εκτρώσεις |
Synonyms
- άμβλωση f (ámvlosi) (abortion)
- αποβολή f (apovolí) (spontaneous abortion)