Definify.com
Definition 2025
αποβολή
αποβολή
Greek
Noun
αποβολή • (apovolí) f (plural αποβολές)
- (education, athletics) expulsion
- (medicine) miscarriage, spontaneous abortion
Declension
declension of αποβολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποβολή | αποβολές |
genitive | αποβολής | αποβολών |
accusative | αποβολή | αποβολές |
vocative | αποβολή | αποβολές |