Definify.com

Definition 2024


έρημος

έρημος

See also: ἐρῆμος

Greek

Adjective

έρημος (érimos) m (feminine έρημη, neuter έρημο)

  1. desolate
  2. lonesome, poor, friendless person

Alternative forms

  • έρμος (érmos)

Declension

Derived terms

  • ερήμην (erímin, in absentia)
  • ερημητήριο n (erimitírio, hermitage)
  • ερημία f (erimía, solitude)
  • ερημιά f (erimiá, wilderness, deserted land)
  • ερημικός (erimikós, isolated)
  • ερημίτης m (erimítis, hermit)
  • ερημίτισσα f (erimítissa, hermit)
  • ερημώνω (erimóno, to devastate)
  • άφραχτος κήπος, έρημα τα λάχανα (áfrachtos kípos, érima ta láchana)
  • μόνος και έρημος (mónos kai érimos)
  • ο φόβος φυλάει τα έρημα (o fóvos fyláei ta érima)

Noun

έρημος (érimos) f (plural έρημοι)

  1. desert, wilderness

Declension

Synonyms

Derived terms

  • φωνή βοώντος εν τη ερήμω (foní voóntos en ti erímo)
  • αλεπού της ερήμου (alepoú tis erímou)