Definify.com
Definition 2024
έχε
έχε
Greek
Verb
έχε • (éche)
- second-person singular imperative of έχω (écho, “have!”)
Conjugation
έχω
Present » | Imperfect » | Continuous future » | Subjunctive » | Imperative » | |
1s | έχω | είχα | θα έχω | να έχω | |
2s | έχεις | είχες | θα έχεις | να έχεις | έχε |
3s | έχει | είχε | θα έχει | να έχει | |
1p | έχουμε, έχομε | είχαμε | θα έχουμε, έχομε | να έχουμε, έχομε | |
2p | έχετε | είχατε | θα έχετε | να έχετε | έχετε |
3p | έχουν, έχουνε | είχανε, είχαν | θα έχουν, έχουνε | να έχουν, έχουνε | |
Participle: | έχοντας | ||||
Usage notes
you — when using the second-person in Greek, as in many other languages, a choice must be made between using the singular or plural form of the verb. The singular is the familiar or informal form, the plural is polite and formal. The choice made depends upon the relationship between the speaker and the spoken to (see: w:T–V distinction).