Definify.com
Definition 2025
ήμισυς
ήμισυς
See also: ἥμισυς
Greek
Adjective
ήμισυς • (ímisys) m (feminine ημίσεια, neuter ήμισυ)
- Alternative form of μισός (misós) (half)
- Tο ακίνητο ανήκει κατά το ήμισυ στο δημόσιο και κατά το ήμισυ σε ιδιώτη.
- The property is half public and half private.
- Tο ακίνητο ανήκει κατά το ήμισυ στο δημόσιο και κατά το ήμισυ σε ιδιώτη.
Declension
positive forms of ήμισυς
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ήμισυς | ημίσεια | ήμισυ | ήμισεις | ημίσειες | ημίσεα |
| genitive | ημίσεος | ημισείας | ημίσεος | ημίσεων | ημισείων | ημίσεων |
| accusative | ήμισυ | ημίσεια | ήμισυ | ήμισεις | ημίσεια | ήμισεις |
| vocative | ήμισυ | ημίσεια | ήμισυ | ήμισεις | ημίσεια | ήμισεις |