Definify.com
Definition 2025
αγαθοποιός
αγαθοποιός
See also: ἀγαθοποιός
Greek
Adjective
αγαθοποιός • (agathopoiós) m (feminine αγαθοποιός, neuter αγαθοποιό)
Declension
 positive forms of αγαθοποιός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αγαθοποιός | αγαθοποιός | αγαθοποιό | αγαθοποιοί | αγαθοποιοί | αγαθοποιά | 
| genitive | αγαθοποιού | αγαθοποιού | αγαθοποιού | αγαθοποιών | αγαθοποιών | αγαθοποιών | 
| accusative | αγαθοποιό | αγαθοποιό | αγαθοποιό | αγαθοποιούς | αγαθοποιούς | αγαθοποιά | 
| vocative | αγαθοποιέ | αγαθοποιέ | αγαθοποιό | αγαθοποιοί | αγαθοποιοί | αγαθοποιά | 
Synonyms
- αγαθοεγός (agathoegós)
Related terms
- see: αγαθός (agathós, “good, kind”)