Definify.com
Definition 2024
αγγελικός
αγγελικός
Greek
Adjective
αγγελικός • (angelikós) m (feminine αγγελική, neuter αγγελικό)
Declension
positive forms of αγγελικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικός | αγγελική | αγγελικό | αγγελικοί | αγγελικές | αγγελικά |
genitive | αγγελικού | αγγελικής | αγγελικού | αγγελικών | αγγελικών | αγγελικών |
accusative | αγγελικό | αγγελική | αγγελικό | αγγελικούς | αγγελικές | αγγελικά |
vocative | αγγελικέ | αγγελική | αγγελικό | αγγελικοί | αγγελικές | αγγελικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγελικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγελικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικότερος | αγγελικότερη | αγγελικότερο | αγγελικότεροι | αγγελικότερες | αγγελικότερα |
genitive | αγγελικότερου | αγγελικότερης | αγγελικότερου | αγγελικότερων | αγγελικότερων | αγγελικότερων |
accusative | αγγελικότερο | αγγελικότερη | αγγελικότερο | αγγελικότερους | αγγελικότερες | αγγελικότερα |
vocative | αγγελικότερε | αγγελικότερη | αγγελικότερο | αγγελικότεροι | αγγελικότερες | αγγελικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγγελικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικότατος | αγγελικότατη | αγγελικότατο | αγγελικότατοι | αγγελικότατες | αγγελικότατα |
genitive | αγγελικότατου | αγγελικότατης | αγγελικότατου | αγγελικότατων | αγγελικότατων | αγγελικότατων |
accusative | αγγελικότατο | αγγελικότατη | αγγελικότατο | αγγελικότατους | αγγελικότατες | αγγελικότατα |
vocative | αγγελικότατε | αγγελικότατη | αγγελικότατο | αγγελικότατοι | αγγελικότατες | αγγελικότατα |
Synonyms
- αγγελόμορφος (angelómorfos)
Related terms
- αγγελική f (angelikí, “angelica”)
- and see: άγγελος m (ángelos, “angel”)