Definify.com
Definition 2025
αγδίκητος
αγδίκητος
Greek
Adjective
αγδίκητος • (agdíkitos) m (feminine αγδίκητη, neuter αγδίκητο)
- Alternative form of αγδίκιωτος (agdíkiotos)
Declension
positive forms of αγδίκητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγδίκητος | αγδίκητη | αγδίκητο | αγδίκητοι | αγδίκητες | αγδίκητα |
genitive | αγδίκητου | αγδίκητης | αγδίκητου | αγδίκητων | αγδίκητων | αγδίκητων |
accusative | αγδίκητο | αγδίκητη | αγδίκητο | αγδίκητους | αγδίκητες | αγδίκητα |
vocative | αγδίκητε | αγδίκητη | αγδίκητο | αγδίκητοι | αγδίκητες | αγδίκητα |