Definify.com
Definition 2025
αγιοποιημένος
αγιοποιημένος
Greek
Participle
αγιοποιημένος • (agiopoiiménos) m (perfect, feminine αγιοποιημένη, neuter αγιοποιημένο)
Declension
 positive forms of αγιοποιημένος
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αγιοποιημένος | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | αγιοποιημένοι | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα | 
| genitive | αγιοποιημένου | αγιοποιημένης | αγιοποιημένου | αγιοποιημένων | αγιοποιημένων | αγιοποιημένων | 
| accusative | αγιοποιημένο | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | αγιοποιημένους | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα | 
| vocative | αγιοποιημένε | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | αγιοποιημένοι | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα |