Definify.com

Definition 2024


αγκάλη

αγκάλη

See also: ἀγκάλη

Greek

Noun

αγκάλη (ankáli) f (plural αγκάλες)

  1. embrace, arms, bosom
    H μητέρα έσφιξε το παιδί στη ζεστή αγκάλη της.
    The mother held the child in her warm embrace.
  2. affection
    μητρική αγκάλη
    parental embrace
  3. bay (sea area enclosed by headlands)

Declension

Synonyms

Related terms

see: αγκαλιά (ankaliá, embrace, embraced)