Definify.com
Definition 2024
αγκάλιασμα
αγκάλιασμα
Greek
Noun
αγκάλιασμα • (ankáliasma) n (plural αγκαλιάσματα)
Declension
declension of αγκάλιασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκάλιασμα | αγκαλιάσματα |
genitive | αγκαλιάσματος | αγκαλιασμάτων |
accusative | αγκάλιασμα | αγκαλιάσματα |
vocative | αγκάλιασμα | αγκαλιάσματα |
Synonyms
Related terms
- αγκαλιάζω (ankaliázo, “to embrace, to hug”)
- and see: αγκαλιά (ankaliá, “embrace, embraced”)