Definify.com
Definition 2025
αγκυροβολήματα
αγκυροβολήματα
Greek
Noun
αγκυροβολήματα • (ankyrovolímata) n
- Nominative plural form of αγκυροβόλημα (ankyrovólima).
- Accusative plural form of αγκυροβόλημα (ankyrovólima).
- Vocative plural form of αγκυροβόλημα (ankyrovólima).