Definify.com

Definition 2024


αγκωνιάζομαι

αγκωνιάζομαι

Greek

Verb

αγκωνιάζομαι (ankoniázomai) (simple past αγκωνιάστηκα, active form αγκωνιάζω, passive)

  1. passive of αγκωνιάζομαι (ankoniázomai)

Conjugation