Definify.com
Definition 2025
αγοράσω
αγοράσω
Greek
Verb
αγοράσω • (agoráso)
- first-person singular dependent of αγοράζω (agorázo)
- θα αγοράσω (I will buy)
- Τι να αγοράσω; (What to buy?)
- ψάχνω να αγοράσω (I am looking to buy)
αγοράσω • (agoráso)