Definify.com
Definition 2025
αγοράζω
αγοράζω
See also: ἀγοράζω
Greek
Verb
αγοράζω • (agorázo) (simple past αγόρασα, passive form αγοράζομαι)
Conjugation
αγοράζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγοράζω | αγόραζα | θα αγοράζω | να αγοράζω | |
2s | αγοράζεις | αγόραζες | θα αγοράζεις | να αγοράζεις | αγόραζε |
3s | αγοράζει | αγόραζε | θα αγοράζει | να αγοράζει | |
1p | αγοράζουμε, αγοράζομε | αγοράζαμε | θα αγοράζουμε, αγοράζομε | να αγοράζουμε, αγοράζομε | |
2p | αγοράζετε | αγοράζατε | θα αγοράζετε | να αγοράζετε | αγοράζετε |
3p | αγοράζουν, αγοράζουνε | αγόραζαν, αγοράζαν, αγοράζανε | θα αγοράζουν, αγοράζουνε | να αγοράζουν, αγοράζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγοράσω | αγόρασα | θα αγοράσω | να αγοράσω | |
2s | αγοράσεις | αγόρασες | θα αγοράσεις | να αγοράσεις | αγόρασε |
3s | αγοράσει | αγόρασε | θα αγοράσει | να αγοράσει | |
1p | αγοράσουμε, αγοράσομε | αγοράσαμε | θα αγοράσουμε, αγοράσομε | να αγοράσουμε, αγοράσομε | |
2p | αγοράσετε | αγοράσατε | θα αγοράσετε | να αγοράσετε | αγοράστε |
3p | αγοράσουν, αγοράσουνε | αγόρασαν, αγοράσαν, αγοράσανε | θα αγοράσουν, αγοράσουνε | να αγοράσουν, αγοράσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγοράσει | είχα αγοράσει | θα έχω αγοράσει | να έχω αγοράσει | |
2s | έχεις αγοράσει | είχες αγοράσει | θα έχεις αγοράσει | να έχεις αγοράσει | έχε αγορασμένο |
3s | έχει αγοράσει | είχε αγοράσει | θα έχει αγοράσει | να έχει αγοράσει | |
1p | έχουμε αγοράσει | είχαμε αγοράσει | θα έχουμε αγοράσει | να έχουμε αγοράσει | |
2p | έχετε αγοράσει | είχατε αγοράσει | θα έχετε αγοράσει | να έχετε αγοράσει | έχετε αγορασμένο |
3p | έχουν αγοράσει | είχαν αγοράσει | θα έχουν αγοράσει | να έχουν αγοράσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγορασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγορασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγορασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγορασμένο | ||||
Participle: | αγοράζοντας | Non-finite ‡ | αγοράσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: αγορά f (agorá, “market, bazaar”)