Definify.com
Definition 2025
αγοραστικός
αγοραστικός
Greek
Adjective
αγοραστικός • (agorastikós) m (feminine αγοραστική, neuter αγοραστικό)
- buying, purchasing
- οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών
- the purchasing habits of the Greek consumer
- το αγοραστικό κοινό
- the buying public
- οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών
Declension
positive forms of αγοραστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αγοραστικός | αγοραστική | αγοραστικό | αγοραστικοί | αγοραστικές | αγοραστικά |
| genitive | αγοραστικού | αγοραστικής | αγοραστικού | αγοραστικών | αγοραστικών | αγοραστικών |
| accusative | αγοραστικό | αγοραστική | αγοραστικό | αγοραστικούς | αγοραστικές | αγοραστικά |
| vocative | αγοραστικέ | αγοραστική | αγοραστικό | αγοραστικοί | αγοραστικές | αγοραστικά |
Related terms
- see: αγορά f (agorá, “market, bazaar”)