Definify.com
Definition 2025
αδιάλλακτος
αδιάλλακτος
Greek
Adjective
αδιάλλακτος • (adiállaktos) m (feminine αδιάλλακτή, neuter αδιάλλακτο)
Declension
positive forms of αδιάλλακτος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδιάλλακτος | αδιάλλακτη | αδιάλλακτο | αδιάλλακτοι | αδιάλλακτες | αδιάλλακτα |
| genitive | αδιάλλακτου | αδιάλλακτης | αδιάλλακτου | αδιάλλακτων | αδιάλλακτων | αδιάλλακτων |
| accusative | αδιάλλακτο | αδιάλλακτη | αδιάλλακτο | αδιάλλακτους | αδιάλλακτες | αδιάλλακτα |
| vocative | αδιάλλακτε | αδιάλλακτη | αδιάλλακτο | αδιάλλακτοι | αδιάλλακτες | αδιάλλακτα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάλλακτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάλλακτος, etc.) |
|||||
Synonyms
- ασυμβίβαστος (asymvívastos)