Definify.com
Definition 2025
αδούλωτος
αδούλωτος
Greek
Adjective
αδούλωτος • (adoúlotos) m (feminine αδούλωτη, neuter αδούλωτο)
- indomitable, unconquered, unenslaved
- η αδούλωτη Μάνη (the unconquered Mani)
Declension
positive forms of αδούλωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδούλωτος | αδούλωτη | αδούλωτο | αδούλωτοι | αδούλωτες | αδούλωτα |
genitive | αδούλωτου | αδούλωτης | αδούλωτου | αδούλωτων | αδούλωτων | αδούλωτων |
accusative | αδούλωτο | αδούλωτη | αδούλωτο | αδούλωτους | αδούλωτες | αδούλωτα |
vocative | αδούλωτε | αδούλωτη | αδούλωτο | αδούλωτοι | αδούλωτες | αδούλωτα |
Synonyms
- αδάμαστος (adámastos)