Definify.com

Definition 2024


αειφόρος

αειφόρος

Greek

Adjective

αειφόρος (aeifóros) m (feminine αειφόρα or αειφόρος, neuter αειφόρο)

  1. sustainable
    αειφόρος ανάπτυξηaeifóros anáptyxi ― sustainable development

Declension

See also