Definify.com
Definition 2024
αεράμυνα
αεράμυνα
Greek
Noun
αεράμυνα • (aerámyna) f (uncountable)
Declension
Declension of αεράμυνα (aerámyna)
Related terms
- αντιαεροπορικός (antiaeroporikós, “anti-aircraft”)
- and see: αερο- (aero-)
αεράμυνα • (aerámyna) f (uncountable)