Definify.com
Definition 2025
αθωωτικός
αθωωτικός
Greek
Adjective
αθωωτικός • (athootikós) m (feminine αθωωτική, neuter αθωωτικό)
Declension
positive forms of αθωωτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αθωωτικός | αθωωτική | αθωωτικό | αθωωτικοί | αθωωτικές | αθωωτικά |
| genitive | αθωωτικού | αθωωτικής | αθωωτικού | αθωωτικών | αθωωτικών | αθωωτικών |
| accusative | αθωωτικό | αθωωτική | αθωωτικό | αθωωτικούς | αθωωτικές | αθωωτικά |
| vocative | αθωωτικέ | αθωωτική | αθωωτικό | αθωωτικοί | αθωωτικές | αθωωτικά |
Related terms
- see: αθώος (athóos, “innocent”)