Definify.com
Definition 2025
αιγυπτιολογία
αιγυπτιολογία
Greek
Noun
αιγυπτιολογία • (aigyptiología) f (uncountable)
Declension
Declension of αιγυπτιολογία (aigyptiología)
| singular | |
|---|---|
| nominative | αιγυπτιολογία | 
| genitive | αιγυπτιολογίας | 
| accusative | αιγυπτιολογία | 
| vocative | αιγυπτιολογία | 
Related terms
αιγυπτιολόγος m, f (aigyptiológos, “Egyptologist”)
- and see: Αίγυπτος f (Aígyptos, “Egypt”)