Definify.com
Definition 2025
αιμομικτικός
αιμομικτικός
Greek
Adjective
αιμομικτικός • (aimomiktikós) m (feminine αιμομικτική, neuter αιμομικτικό)
Declension
positive forms of αιμομικτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αιμομικτικόςός | αιμομικτικόςή | αιμομικτικόςό | αιμομικτικόςοί | αιμομικτικόςές | αιμομικτικόςά |
| genitive | αιμομικτικόςού | αιμομικτικόςής | αιμομικτικόςού | αιμομικτικόςών | αιμομικτικόςών | αιμομικτικόςών |
| accusative | αιμομικτικόςό | αιμομικτικόςή | αιμομικτικόςό | αιμομικτικόςούς | αιμομικτικόςές | αιμομικτικόςά |
| vocative | αιμομικτικόςέ | αιμομικτικόςή | αιμομικτικόςό | αιμομικτικόςοί | αιμομικτικόςές | αιμομικτικόςά |
Related terms
- see: αιμομιξία f (aimomixía, “incest”)