Definify.com

Definition 2024


αιρετικός

αιρετικός

Greek

Adjective

αιρετικός (airetikós) m (feminine αιρετική, neuter αιρετικό)

  1. heretical
  2. sectarian
  3. (as a noun) heretic
    αιρετικός m (airetikós), αιρετική f (airetikí)

Declension

Related terms