Definify.com
Definition 2024
αισθητός
αισθητός
Greek
Adjective
αισθητός • (aisthitós) m (feminine αισθητή, neuter αισθητό)
Declension
positive forms of αισθητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητός | αισθητή | αισθητό | αισθητοί | αισθητές | αισθητά |
genitive | αισθητού | αισθητής | αισθητού | αισθητών | αισθητών | αισθητών |
accusative | αισθητό | αισθητή | αισθητό | αισθητούς | αισθητές | αισθητά |
vocative | αισθητέ | αισθητή | αισθητό | αισθητοί | αισθητές | αισθητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητός, etc.) |
Related terms
- αισθητά (aisthitá, “noticeably”)