Definify.com
Definition 2024
αισιόδοξη
αισιόδοξη
Greek
Noun
αισιόδοξη • (aisiódoxi) f (plural αισιόδοξες, masculine αισιόδοξος)
- optimist (female)
Declension
declension of αισιόδοξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισιόδοξη | αισιόδοξες |
genitive | αισιόδοξης | — |
accusative | αισιόδοξη | αισιόδοξες |
vocative | αισιόδοξη | αισιόδοξες |
Related terms
- see: αισιοδοξία m (aisiodoxía, “optimism”)
Adjective
αισιόδοξη • (aisiódoxi)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αισιόδοξος (aisiódoxos).