Definify.com
Definition 2025
αιτιοκρατικός
αιτιοκρατικός
Greek
Adjective
αιτιοκρατικός • (aitiokratikós) m (feminine αιτιοκρατική, neuter αιτιοκρατικό)
Declension
positive forms of αιτιοκρατικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αιτιοκρατικός | αιτιοκρατική | αιτιοκρατικό | αιτιοκρατικοί | αιτιοκρατικές | αιτιοκρατικά |
| genitive | αιτιοκρατικού | αιτιοκρατικής | αιτιοκρατικού | αιτιοκρατικών | αιτιοκρατικών | αιτιοκρατικών |
| accusative | αιτιοκρατικό | αιτιοκρατική | αιτιοκρατικό | αιτιοκρατικούς | αιτιοκρατικές | αιτιοκρατικά |
| vocative | αιτιοκρατικέ | αιτιοκρατική | αιτιοκρατικό | αιτιοκρατικοί | αιτιοκρατικές | αιτιοκρατικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιτιοκρατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιτιοκρατικός, etc.) |
|||||
Related terms
- αιτιοκρατία f (aitiokratía, “determinism”)
- αιτιοκρατικά (aitiokratiká, “deterministically”)