Definify.com
Definition 2025
ακίνδυνος
ακίνδυνος
Greek
Adjective
ακίνδυνος • (akíndynos) m (feminine ακίνδυνη, neuter ακίνδυνο)
Declension
positive forms of ακίνδυνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακίνδυνος | ακίνδυνη | ακίνδυνο | ακίνδυνοι | ακίνδυνες | ακίνδυνα |
genitive | ακίνδυνου | ακίνδυνης | ακίνδυνου | ακίνδυνων | ακίνδυνων | ακίνδυνων |
accusative | ακίνδυνο | ακίνδυνη | ακίνδυνο | ακίνδυνους | ακίνδυνες | ακίνδυνα |
vocative | ακίνδυνε | ακίνδυνη | ακίνδυνο | ακίνδυνοι | ακίνδυνες | ακίνδυνα |
Antonyms
- επικίνδυνος (epikíndynos, “dangerous”)