Definify.com
Definition 2025
ακατάληπτος
ακατάληπτος
See also: ἀκατάληπτος
Greek
Adjective
ακατάληπτος • (akatáliptos) m (feminine ακατάληπτη, neuter ακατάληπτο)
Declension
positive forms of ακατάληπτος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ακατάληπτος | ακατάληπτη | ακατάληπτο | ακατάληπτοι | ακατάληπτες | ακατάληπτα |
| genitive | ακατάληπτου | ακατάληπτης | ακατάληπτου | ακατάληπτων | ακατάληπτων | ακατάληπτων |
| accusative | ακατάληπτο | ακατάληπτη | ακατάληπτο | ακατάληπτους | ακατάληπτες | ακατάληπτα |
| vocative | ακατάληπτε | ακατάληπτη | ακατάληπτο | ακατάληπτοι | ακατάληπτες | ακατάληπτα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάληπτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάληπτος, etc.) |
|||||
Synonyms
- ακαταλαβίστικος (akatalavístikos)
- ακατανόητος (akatanóitos)
- δυσνόητος (dysnóitos)